- γαλακτοομαι
- γαλακτόομαιсм. γαλακτόω См. γαλακτοω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γαλακτοῦται — γαλακτόομαι become milk pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτωθῇ — γαλακτόομαι become milk aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγαλακτωμένας — γεγαλακτωμένᾱς , γαλακτόομαι become milk perf part mp fem acc pl γεγαλακτωμένᾱς , γαλακτόομαι become milk perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿԱԹՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1032 Chronological Sequence: 14c շ. γαλακτόομαι lactesco, in lacte vertor. Կաթն լինել. ʼի կաթն փոխիլ. կաթ դառնալ. ... *Սկիզբն մարդկութեանս ջուր է ... ապա մեկնեալ ʼի ջերմութենէ սրտին՝ կաթնանայ. որ տուեալ լինի մանկանց ʼի կերակուր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)